- δειελινός
- δειελινόςat eveningmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δειελινός — δειελινός, ή, όν (Α) ο δείελος, αυτός που γίνεται κατά το δειλινό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητικό τ. τού δειλινός] … Dictionary of Greek
δειελινόν — δειελινός at evening masc acc sg δειελινός at evening neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειελινοί — δειελινός at evening masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειελινήν — δειελινός at evening fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειελινῷ — δειελινός at evening masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)